ένδον

ένδον
(AM ἔνδον)
επίρρ. μέσα, εσωτερικά («κραδίη... ἔνδον ὑλάκτει»)
αρχ.
1. (ιδίως) μέσα στο σπίτι («ἔνδον κατακρύπτων ἑαυτόν», Πλούτ.)
2. μέσα στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον»)
3. (με δοτ.) αντί τής πρόθ. ἐν («ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ», Πίνδ.)
4. (για βιβλίο) πιο κάτω, στη συνέχεια («τῷ τε Ἑρμείᾳ Παιᾱνα ἔγραψεν, ὅς ἔνδον γέγραπται»)
5. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματικός τ. που αντιστοιχεί ακριβώς στο χεττ. andan, παράλληλο τ. τού anda, που συνδέεται με το λατ. endo, indu-. To πρόβλημα αν η λ. είναι σύνθετη με α' συνθετικό την πρόθεση εν* και β' συνθετικό λεξικό στοιχείο που δήλωνε το «σπίτι» (πρβλ. δεσ-πότης, δάπεδον, δό-μος), οπότε το ένδον θα σήμαινε «μέσα στο σπίτι», δεν έχει επιλυθεί, εφόσον ούτε η αρχική σημασία «στο εσωτερικό» αλλά ούτε και η μορφολογική δομή του τ. μαρτυρούν κάποια σχέση με λέξη συνδεόμενη προς τη σημασία «σπίτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔνδον — within indeclform (adverb) ἐνδίδωμι give in aor ind act 3rd pl (epic) ἐνδίδωμι give in aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδόν — ἐνδίδωμι give in aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'νδον — ἔνδον , ἔνδον within indeclform (adverb) ἔνδον , ἐνδίδωμι give in aor ind act 3rd pl (epic) ἔνδον , ἐνδίδωμι give in aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕνδον — ἔνδον , ἔνδον within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄνδον — ἔνδον , ἔνδον within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въноутрь — (255) нар. и предл. I. Нар. 1. Внутрь; в середину, в пределы: вънѹтрь въ цр҃квь въводити ЖФСт XII, 86; не въведени˫а бо ради вънѹтрь скотѩть. (ἔνδον) КЕ XII, 66а; понеже ѥдиною въшедшю недугѹ внѹтрь. и телеса огньнымь образомь. поѩдающу. КР 1284 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • въноутрьнии — (87) пр. 1. Внутренний, находящийся, расположенный внутри чего л.: коварьстьнѣ тако и льстьнѣ [всех] прешьдъ. и всѩкъ собѣ ˫ако же хотѩше приведъ. тогда вънѹтрьнѥѥ злоѡбычьноѥ износити абиѥ показа. (τὴν ἔνδον κακοήθειαν) ЖФСт XII, 103; і всѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein …   Deutsch Wikipedia

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”